κατάφραγμα

κατάφραγμα
το (Μ κατάφραγμα) [καταφράσσω]
νεοελλ.
το προφυλακτικό περίβλημα που εκτείνεται σε όλη την έκταση τού αντικειμένου που προφυλάσσεται
μσν.
αμυντικό όπλο που κάλυπτε και προστάτευε τον κορμό, θώρακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”